Ύστερα από την πανωλεθρία των Αθηναίων
στους Αιγός ποταμούς
και λίγο αργότερα
μετά την τελική μας ήττα
..........
Τώρα βαριά σιωπή στην αγορά
και κατήφεια
κι η ασυδοσία των Τριάντα Τυράννων
Τα πάντα γίνονταν ερήμην μας
-και τα πιο δικά μας -
χωρίς την δυνατότητα μιας έστω τυπικής
διαμαρτυρίας
Στη φωτιά τα χαρτιά και τα βιβλία
..........
Γι’ αυτό
καλά είναι εδώ, - μπορεί και ν’ αποχτήσουμε μια νέα επαφή
με τη φύση
κοιτώντας πίσω από το σύρμα ένα κομμάτι θάλασσα
καλά είναι εδώ, - μπορεί και ν’ αποχτήσουμε μια νέα επαφή
με τη φύση
κοιτώντας πίσω από το σύρμα ένα κομμάτι θάλασσα
..........
Γιάννης Ρίτσος: Μετά την ήττα
Επιστροφή στην κανονικότητα…
Οι πανελλαδικές εξετάσεις διεξάγονται κανονικά!
Μετά από μια σύντομη
διακινδύνευση, το κορυφαίο φετίχ του εκπαιδευτικού συστήματος αναστηλώθηκε στην
προτέρα θέση
Η τάξη βασιλεύει…
Και η απογοήτευση
–όχι μόνο των καθηγητών αλλά και όσων αναγνώρισαν σ’ αυτή την απεργία το ενδεχόμενο
ενός ελληνικού Μάη – παραμένει σαν σκοτεινό μετέωρο.
Ο Μάης μαράθηκε πριν ανθίσει.
Ο πολιτικός λόγος έχει χαθεί
μέσα στον κουρνιαχτό που σηκώνουν οι χειμαρρώδεις εκρήξεις του θυμικού, η
ρητορεία του αριστερίστικου βολονταρισμού, οι νερόβραστες συριζέικες αναλύσεις
για επικοινωνιακές αδυναμίες και η ασάλευτη γοητεία της νεκρικής ακαμψίας του
ΚΚΕ. Διαφορετικές φωνές πάνω στην ίδια πιστή: Αν η πραγματικότητα δεν συμφωνεί με τις επιθυμίες μας τόσο το χειρότερο
γι αυτήν.
Καλά το είχε καταλάβει ο
θειος Μπρεχτ:
Άκουσα πως τίποτα δε θέλετε να μάθετε.
……….
… μιας κι οι καιροί
όπως έχω ακούσει είναι ανασφαλείς,
τους ηγέτες σου έχεις, που σου λένε ακριβώς
τι έχεις να κάνεις για να πας καλά.
Έχουνε μαθητέψει πλάι σε κείνους
που ξέρουν τις αλήθειες που ισχύουνε
για όλους τους καιρούς
μα και τις συνταγές που πάντα βοηθάνε.
Αν όμως θέλουμε κάτι
να σώσουμε, «κάποιες φωλιές νερού να συντηρήσουμε μέσα στις φλόγες» θα πρέπει
με νηφαλιότητα και κυρίως ειλικρίνεια να διαβάσουμε ξανά αυτό το χρονικό ενός προαναγγελθέντος θανάτου.
Το timing
Η κυβέρνηση είχε
τη δυνατότητα να επιλέξει να φέρει το νομοσχέδιο λίγο αργότερα μετά το τέλος
των πανελλαδικών και τότε κανένας τρόπος αντίδρασης δε θα απέμενε στους καθηγητές πέρα από τις κούφιες τουφεκιές των εικοσιτετράωρων
απεργιών και διαμαρτυριών. Το ερώτημα γιατί επέλεξε να το κάνει τη συγκεκριμένη
στιγμή έχει σημασία να απαντηθεί. Ο Τσίπρας θεώρει επαρκή την ερμηνεία ότι η κυβέρνηση
επέλεξε τη σύγκρουση στην περίοδο των εξετάσεων για να επιβάλλει τα
αντιδημοκρατικά της σχέδια, με αίσθηση αλαζονείας και παντοδυναμίας νομίζοντας
ότι μπορεί να επιβάλλει με την καταστολή το δίκαιο των ισχυρών. Για μια ακόμη φόρα λοιπόν μπορούμε να παρηγορηθούμε
στη γνωστή θαλπωρή της σκέψης ότι έχουμε το δίκιο με το μέρος μας ή όπως είπε ένας Ισπανός αντιφασίστας μετά την ήττα στον ισπανικό εμφύλιο: Χάσαμε, αλλά είχαμε τα καλύτερα τραγούδια. Δηλαδή υποστήκαμε πανωλεθρία χωρίς να απαιτηθεί
κανένας κυβερνητικός σχεδιασμός;! Αναλογιστείτε τι θα συνέβαινε αν σχεδίαζαν κιόλας.
Αν όμως έχουμε
την υποψία ότι δεν κατοικούνται όλα τα γραφεία της Λ. Συγγρού από ηλίθιους και κάποιοι απ' αυτούς μπορούν να αξιοποιούν τις καλές σπουδές που
έκαναν στους χώρους της αριστεράς, μπορούμε να υποθέσουμε ότι κάποιος
σχεδιασμός για την ενεργοποίηση μια ακόμα φόρα του - πάντα χρήσιμου για την
κυβέρνηση- κοινωνικού αυτοματισμού και της εμπέδωσης του αυταρχισμού του «Νόμος
και Τάξη», ίσως υπήρχε. Η υπόθεση ενός τέτοιου σχεδιασμού ερμηνεύει για
κάποιους τις ¨αγωνιστικές¨ προτάσεις των ΔΑΚΕ-ΠΑΣΚΕ (αλλά και των Συριζαίων) αν
και κατά την δίκη μου άποψη η στάση τους οφείλεται στο γεγονός ότι
διαισθάνθηκαν την πίεση της βάσης που όπως αποδείχτηκε στις συνελεύσεις των
ΕΛΜΕ ήταν υπαρκτή. Κορυφαία επιλογή του κυβερνητικού σχεδιασμού αποτελεί το τάιμινγκ
το οποίο ήταν ήταν απολύτως ακριβές. Οι καθηγητές είχαν μόλις τέσσερις μέρες
για να αποφασίσουν αν θα οδηγηθούν σε μια σύγκρουση με τους αγανακτισμένους γονείς
και λοιπές δημοκρατικές δυνάμεις, προετοιμασμένες -τόσο σε επιχειρήματα συνήθους
λαϊκισμού όσο και σε επίπεδα αδρεναλίνης- από τους συνήθεις εγκάθετους των ΜΜΕ
ή θα βουβαίνονταν δια παντός με προπέτασμα καπνού, καμιά εικοσιτετράωρη απεργία
- μπαλωθιά στο γάμο του καραγκιόζη- πριν τις εξετάσεις αλλά ΚΚΕ.
Τα μαύρα παίζουν και χάνουν με ματ σε μια κίνηση! Σκακιστική άσκηση νηπιακού επιπέδου. Αν
όμως δεν πρόκειται για άσκηση αλλά για τέλος παρτίδας τότε οι αναλυτές , καλά
θα κάνουν να μελετήσουν τα λάθη σ’ ολόκληρο
το φινάλε και στο μέσο της παρτίδας (το άνοιγμα ας το αφήσουν γι αργότερα) αλλιώς
ας το γυρίσουν στην μπιρίμπα.
Το ενδεχόμενο αύξησης
του ωραρίου των εκπαιδευτικών ήταν γνωστό τουλάχιστον εδώ και ένα χρόνο. Οι
κατά τόπους συνδικαλιστές ενημέρωναν τους καθηγητές στα σχολεία, αλλά επειδή ο λόγος
τους είχε πριν καιρό απολέσει την πειστικότητά του και κυρίως επειδή η συνήθης
μικροαστική λογική του εγώ μάλλον θα την βολέψω, των καθηγητών
εξακολουθούσε να είναι παρούσα δεν μπόρεσε να προετοιμαστεί μια οργανωμένη απάντηση.
Την ίδια στιγμή ολόκληρος
ο προπαγανδιστικός μηχανισμός της κυβέρνησης δούλευε με τους συνήθεις εργώδεις ρυθμούς για
την παράγωγη του νέου εποχικού προϊόντος
που τώρα ήταν η συκοφάντηση των καθηγητών. Οι εκπαιδευτικοί φωτογραφίζονταν
είτε στις συζητήσεις για την αξιολόγηση, είτε στις συζητήσεις για τους επίορκους,
με τόσο μελανά χρώματα που κανονικά οι γονείς έπρεπε να σταματήσουν τα παιδιά
τους από το σχολείο. Το υπερόπλο όμως σ’ αυτή την εκτόξευση λάσπης ήταν η αιτιώδης
συσχέτιση της κατάντιας του σχολείου με την ανικανότητα, την τεμπελιά, ή την αδιαφορία
των εκπαιδευτικών. Προφανώς στο χώρο των εκπαιδευτικών υπάρχουν ανίκανοι, τεμπέληδες,
αδιάφοροι όπως σε κάθε άλλο χώρο δεδομένου ότι δεν υπάρχουν επίγειες κοινωνικές
νησίδες αγίων, η γενίκευση όμως από το μερικό στο σύνολο του κλάδου, είναι η βασική
δομή κάθε ρατσιστικής λογικής, την μονή που έχουν εμπεδώσει επαρκώς οι αργυρώνητοι
παπαγάλοι του συστήματος και γι αυτό η απάντηση σε κάθε τέτοια αναφορά δε θα
‘πρεπε να είναι άλλη από ένα ηχηρό ΣΚΑΣΤΕ! Αντί γι αυτό είχαμε τις αναφορές απολογητικού
ύφους, στο ιερό λειτούργημα των καθηγητών και των αντικειμενικών δυσκολιών υπό τις όποιες
αυτό επιτελείται. Επιτρέποντας στα αηδόνια
του νεοφιλελευθερισμού, τους ξευτιλισμένους και χαμερπείς ηθικολόγους του κώλου,
αυτούς που διατυμπανίζουν ότι μόνη αξία είναι το χρήμα και το κέρδος, να
απευθύνονται στην ευαισθησία και την ηθική των, οικονομικά εξαθλιωμένων, εκπαιδευτικών
για την ομαλή λειτουργία του σχολείου.
Υπό την πίεση της
δύναμης πυρός της κρατικής προπαγάνδας τα επιχειρήματα της πλευράς των εκπαιδευτικών
δεν μπορούσαν όχι μόνο να κατανοηθούν αλλά ούτε να ακουστούν, πολύ περισσότερο επειδή
ήταν μερικά, άτεχνα διατυπωμένα, και
χωρίς να έχουν προηγουμένως ζυμωθεί σε ένα διάλογο με την κοινωνία ιδιαίτερα τα
τελευταία χρονιά που οι νεοφιλελεύθερες φαντασιώσεις κατέρρεαν ραγδαία.
Όπως έγραφα στο Σφαγείο των Λέξεων
η ιδεολογική κυριαρχία της εξουσίας εξασφαλίζεται και με τον έλεγχο της γλώσσας.
Στο χώρο της εκπαίδευσης η λέξη κλειδί
για την επίθεση στα εργασιακά των εκπαιδευτικών ήταν η αξιολόγηση. Η εκπαιδευτικοί με την ξύλινη συνθηματολογία: ΟΧΙ ΣΤΗΝ
ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ, δεν κατάφεραν να αποκαλύψουν ότι πίσω από αυτήν κρύβεται ο εργασιακός
έλεγχος, άσχετος με την ποιότητα της εκπαίδευσης η οποία είναι εξαρτημένη κυρίως
από τις κρατικές επιλογές. Και παρόλο που όλοι διαισθάνονταν την αλήθεια, πίστεψαν
ότι μπορούν να δώσουν μια τοπική μάχη, με τον παλιό καλό συντεχνιακό τρόπο, ενάντια
στην αξιολόγηση και να την κερδίσουν. Κάποιοι διαπίστωναν ότι στη μάχη αυτή «έχουμε την κοινωνία απέναντί μας» αλλά
έμεναν στις διαπιστώσεις. Σε μια εκδήλωση για την αξιολόγηση αναφέρθηκα στους, κατά
τη γνώμη μου, σημαντικότερους λογούς για τους οποίους συνέβαινε αυτό:
- Η εκπαίδευση -και πολύ περισσότερο η παιδεία- είναι απαξιωμένη στην ελληνική κοινωνία (δεν εννοώ τον φετιχισμό της κατοχής τίτλων σπουδών, αλλά το ουσιαστικό περιεχόμενο της παιδείας και της εκπαίδευσης).
- Οι εκπαιδευτικοί κατά την εργασία τους είναι οι φορείς των κρατικών πολιτικών και επειδή δεν αμφισβήτησαν θεωρητικά και έμπρακτα το περιεχόμενο και τις μεθόδους της εργασίας τους, περιοριζόμενοι να κάνουν απλώς τη δουλειά τους, ταυτίζονταν με το αίτιο της δικαιολογημένης δυσφορίας των μαθητών απέναντι στο σχολείο.
- Πάρα το γεγονός ότι η πλειονότητα των εκπαιδευτικών ήταν αλληλέγγυοι στους μαθητές τους -και περισσότερο μέσα στην κρίση- επέτρεπαν σε ελάχιστους συναδέλφους τους με αυταρχικές συμπεριφορές απέναντι στους μαθητές να χαρακτηρίζουν το ήθος του κλάδου.
Ενδεικτική του κλίματος
είναι η απάντηση που μου έδωσε κατ’ ιδίαν ο κεντρικός ομιλητής της εκδήλωσης: Δίκιο
έχεις αλλά δεν είναι κατάλληλη η στιγμή για να ανοίξει τέτοια συζήτηση. Όμως τα
γεγονότα των τελευταίων ημερών μας υποχρεώνουν να αναθεωρήσουμε και παρά το γεγονός
ότι η κατάλληλη στιγμή έχει παρέλθει, η συζήτηση αυτή δεν μπορεί πλέον να αναβάλλεται
δεδομένου ότι η κατάσταση ανέβασε τα σκύβαλα στον αφρό.
Ο πανικός των
δημοσιοκάφρων μπροστά στο ενδεχόμενο της απεργίας μέσα στις εξετάσεις
αποδεικνύει αυτό που ενώ είναι εμφανέστατο και παγκοίνως γνωστό, αποκρύπτεται
χάριν μιας -κοινωνιοψυχολογικά ερμηνεύσιμης- γενικευμένης ομερτά: το σχολείο δεν παράγει τίποτα άλλο εκτός
από εξετάσεις και ο μόνος αξιοσέβαστος ρόλος των εκπαιδευτικών είναι ο ρόλος
τους ως επιτηρητές. Αν οι εξετάσεις γίνονταν με επιτηρητές από το υπουργείο Δημοσίας Τάξεως ενισχυμένων με εθελοντές
χρυσαυγίτες, οι καθηγητές θα ήταν εντελώς περιττοί. Οι προηγούμενες απεργίες
των καθηγητών δεν συγκίνησαν κανέναν. Ούτε τους δημοσιοκάφρους, ούτε την
πολιτεία, ούτε γονείς και κηδεμόνες. Πράγμα που σημαίνει ότι έχουμε χεσμένα τα
περί καλλιέργειας γνώσης και ικανοτήτων, κριτικής σκέψης, ήθους και αξιών,
απλώς συμφωνήσαμε μεταξύ μας να τα λεμέ για να μην αποκαλυφθεί το ένοχο μυστικό
μας, ότι το μοιραίο για το ελληνικό
σχολείο έχει επέλθει από καιρό και μόνο η ληξιαρχική πράξη θανάτου
καθυστερεί λόγω της ελληνικής γραφειοκρατίας.
Επί σειρά δεκαετιών
τα ουσιαστικά ζητήματα της παιδείας και της εκπαίδευσης δεν περιλαμβάνονται στους
προβληματισμούς της κοινωνίας, της κοινότητας των εκπαιδευτικών αλλά ούτε και
της αριστεράς. Όλη η συζήτηση χαρακτηριζόταν από μια αβάσταχτη ελαφρότητα πάντα
εξαρτημένη από την άμεση επικαιρότητα την όποια παρήγαγαν οι κατά καιρούς φωστήρες
του υπουργείου ¨παιδείας¨ (τα εισαγωγικά ένεκα της καραμπινάτης λαθροχειρίας με
την επιλογή του «παιδείας» αντί του «εκπαίδευσης»). Στις κατά καιρούς
συζητήσεις αναμασώνται είτε βλακώδη στερεότυπα της κυρίαρχης ιδεολογίας είτε τα
αντίθετά τους, εξίσου βλακώδη. Τα διάφορα εκπαιδευτικά κινήματα υπήρξαν πάντα
ουρά των κρατικών επιλογών, πάντα σε θέση άμυνας υπερασπιζόμενα το προηγούμενο
(ξεχνώντας ότι αυτό αποτελούσε παλιότερη κρατική επιλογή) έναντι του επόμενου.
Μαθητές, φοιτητές, εκπαιδευτικοί έκαναν φτωχές σε πολίτικο περιεχόμενο
απεργίες, διαδηλώσεις, καταλήψεις, χωρίς να καταφέρουν να συναντηθούν σε μια
δημιουργική αντεπίθεση, να συγκροτήσουν ένα ευρύ μορφωτικό κίνημα, να διανοηθούν ότι ΕΝΑ ΑΛΛΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΕΙΝΑΙ ΕΦΙΚΤΟ.
Το ελληνικό
σχολείο είναι εγκλωβισμένο στο σχιζοειδή χαρακτήρα των ιδεολογημάτων της παλαιάς δεξιάς, της συντηρητικής με τις αγκυλώσεις στην
πατριδολαγνεία, τα αρχαία και τα θρησκευτικά και της νέας δεξιάς, της νεοφιλελεύθερης,
του εκπεσμού στην αγοραία, αξιοποιήσιμη, εργαλειακή γνώση της στατιστικής και
της άκριτης αποστήθισης των οικονομικών θεωριών. Η αριστερά έπαιζε ένα διπλό τένις
-ανάλογα ποιος πετούσε κάθε φόρα το μπαλάκι- ως παλαιά αριστερά και δεν διανοήθηκε
να υπάρξει ως νέα αριστερά της δημιουργικής
επιθετικότητας. Ενδεικτικό της θεωρητικής ένδειας της αριστεράς στα θέματα της
εκπαίδευσης είναι η χρήση του επιθετικού
προσδιορισμού: δημόσιο -αντί για κρατικό- για ένα σχολείο που παράγει ιδιωτικές
και ιδιοποιήσιμες ικανότητες.
Το παλιό λοιπόν
δε φαίνεται να πεθαίνει ούτε το νέο να κυοφορείται και γι αυτό συνεχίζουμε να
κάνουμε παρέα στο νεκρό προσποιούμενοι ότι δεν συνέβη τίποτα.
Παρ’ όλες όμως
τις υποκειμενικές αδυναμίες και τις αντικειμενικές αντιξοότητες η απεργία των καθηγητών που δεν έγινε, ήταν
το τρένο που χάθηκε. Ήταν η στιγμή που μεγάλες μάζες θα μπορούσαν να απελευθερωθούν
από τις ιδεολογικές τους αγκυλώσεις καθώς θα υποχρεώνονταν να λύσουν την αντίφαση ανάμεσα στις φαντασιακές ιδεολογικές και πολιτικές
επιλογές τους και την αδήριτη αλήθεια των όρων της πραγματικής τους ζωής.
Βέβαια οι αντικειμενικές
αντιξοότητες ήταν μεγάλες αλλά η αναφορά σ’ αυτές δεν μπορεί να έχει το χαρακτήρα
της γκρίνιας ότι «φταίει το κακό το ριζικό
μας, φταίει ο θεός που μας μισεί» ή «την τύχη μας που ενδίδει» γιατί τότε ακολουθεί
μοιραία το «αποχαιρέτα την, την Αλεξάνδρεια
που χάνεις», αφού η πραγματικότητα θα βρίσκεται πάντα εκεί, ενάντια στη βούλησή
μας. Πολύ περισσότερο δε βοηθάνε οι αντιλήψεις ότι «το θέμα είναι η επικοινωνιακή διαχείριση της ήττας και της
ανικανότητας» ή οι κραυγές περί «πουλημένων
και προδοτών» (οι συνδικαλιστές της ΟΛΜΕ ήταν ήρωες μέχρι τη συνέλευση των
πρόεδρων και προδότες μετά;) γιατί είναι κραυγαλέες απλουστεύσεις που απέχουν
τόσο πολύ από τη νηφαλιότητα ώστε δεν είναι δυνατόν να παράγουν καμία σοβαρή
πολιτική συζήτηση.
Ο πολιτικός λόγος
(και διάλογος) απαιτεί μια (σε βάθος και πλάτος) ανάλυση της πραγματικότητας που
να οδηγεί σε οικοδόμηση υποκειμενικών ικανοτήτων και αντικειμενικών
δυνατοτήτων, τέτοιων που να μπορούν να κάνουν την ανατροπή.
Από της συμπεριφορές
όλων των πολιτικών σχηματισμών (και των αντίστοιχων συνδικαλιστικών παρατάξεων)
που εμπλέκονταν στην υπόθεση η μονή ενδιαφέρουσα είναι αυτή του ΣΥΡΙΖΑ δεδομένου
ότι όλοι οι υπόλοιποι έπραξαν τα αναμενόμενα. Αρκεί να παρακολουθήσει κανείς
ότι έχει γραφτεί και έχει ειπωθεί αυτές τις μέρες στα ΜΜΕ και το διαδίκτυο για
να πιστεί. Ο ΣΥΡΙΖΑ εισπράττει όλη την κατακραυγή και με όλους τους τρόπους. Αντί
όμως να προσπαθήσει να βγάλει συμπεράσματα για το τι θέλει ο κόσμος από αυτόν και
να κάνει την εποικοδομητική αυτοκριτική του (όχι εξιλεωτικό αυτομαστίγωμα) και
να ξαναρυθμίσει τη ρότα του, βγαίνει με μισοκακόμοιρο ύφος να πει ότι «δεν φταίει για όλα ο ΣΥΡΙΖΑ» και άλλα παρόμοια.
Το φταίξιμο είναι πάντα ανάλογο της ευθύνης.
Αν ο ΣΥΡΙΖΑ θεωρεί ότι δεν έχει ευθύνες ή οι ευθύνες του είναι προς τους νοικοκυραίους,
ας το αποσαφηνίσει για να ξέρουμε να μη κάνουμε καμία κριτική. Όπως δε κάνουμε κριτική
σε κάποιον που απέτυχε να θηρεύσει κροκοδείλους ευρισκόμενος στην Ανταρκτική, αφού
για να βρίσκεται εκεί, μάλλον πρόκειται για θηρευτή πιγκουίνων και όχι -όπως κακώς
νομίσαμε- για θηρευτή κροκοδείλων. Υπάρχει πάντα το ενδεχόμενο να μην έχει γίνει
κατανοητό από το ηγετικό επιτελείο, ο βαθιά δεξιόστροφος χαρακτήρας αυτής της στάσης
και να τους μέμφομαι άδικα, αλλά καλό θα είναι να έχουμε στο μυαλό μας αυτό που
έλεγε ο Νίτσε: «αν κοιτάζεις για πολύ
μέσα στην άβυσσο, κάποια στιγμή θα σου αντιγυρίσει κι αυτή το βλέμμα
της» και κάποιος (νομίζω ο Θανάσης Καρτερός) το παρέφρασε για την περίπτωση
εξαιρετικά: όταν προσπαθείς να
προσεταιριστείς τον μεσαίο χώρο, στο τέλος θα σε προσεταιριστεί αυτός.
Αν τα προηγούμενα
είναι εντελώς λάθος τότε η συζήτηση θα πρέπει να στραφεί στο θέμα των πολιτικών
ικανοτήτων του ΣΥΡΙΖΑ
Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΟΡΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΣΥΡΙΖΑ
Η πολιτική διορατικότητα
του ΣΥΡΙΖΑ του επέτρεψε να αναγνωρίσει στην απεργία των καθηγητών ένα ακόμα
αγωνιστικό χάπενινγκ και να δράσει αναλόγως. Όσο και να προσπαθήσει κανείς δεν
θα κατορθώσει να βρει μια σχετική ανακοίνωση που να ξεφεύγει από το χλιαρό και
το νερόβραστο και να δείχνει ότι έχει κάποιο ενδιαφέρον από το να υπάρξει ως κάτι
περισσότερο από αδιάφορος θεατής των γεγονότων. Ο Τσίπρας δηλώνει στο ΚΟΚΚΙΝΟ: Ο ΣΥΡΙΖΑ στηρίζει τα αιτήματα των καθηγητών
γιατί είναι αιτήματα για τη στήριξη του δημόσιου σχολείου και της κοινωνίας, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι ο ΣΥΡΙΖΑ
υποδεικνύει στους εκπαιδευτικούς τι να κάνουν και ο Σκουρλέτης με αξιοθαύμαστη «εποικοδομητική αμφισημία» το κάνει πολύ χειρότερο: …ο
αγώνας των καθηγητών οφείλει να έχει εκείνα τα χαρακτηριστικά, ώστε να κερδίζει
όχι μόνο τη συναίνεση εντός του κλάδου των καθηγητών, της μεγάλης πλειοψηφίας
των καθηγητών, αλλά και τη συναίνεση της κοινωνίας. Και με αυτή την έννοια, πιστεύω, ότι οι καθηγητές παρά τους εκβιασμούς
που δέχονται, θα κάνουν ό,τι είναι καλύτερο και για τα παιδιά που
δίνουν εξετάσεις και για την εκπαίδευση.
Συγγνώμη σύντροφε αλλά αυτά τα έχω ακούσει ήδη από τον Πρετεντέρη, τίποτα καλύτερο
δεν έχουμε; Μα βέβαια ο σύντροφος Κουράκης: Ο
αγώνας συνεχίζεται από Σεπτέμβρη. Και
οι χειμερινοί κινηματογράφοι επίσης σύντροφε. Αξιοσημείωτο στη δήλωση του Σκουρλέτη
είναι ότι αναγνωρίζει στους άλλους την υποχρέωση να αναζητούν τη συγκρότηση
πλατειών μετώπων, όμως κουβέντα για τη υποχρέωση του ΣΥΡΙΖΑ (προς τον εαυτό
του) να γίνει η ατμομηχανή συγκρότησης αυτών των μετώπων. Βέβαια, προϋπόθεση
για να ζητηθούν τέτοιες ευθύνες από το ΣΥΡΙΖΑ είναι η πεποίθηση ότι ο
κυβερνητισμός του αφήνει περιθώρια για άλλες αναζητήσεις και αυτό είναι προς
διερεύνηση, γιατί, εδώ και μήνες τον παρατηρούμε να σπαταλά άσκεφτα πυκνότατο
πολιτικό χρόνο, επαγγελλόμενος από τη μια την κυβέρνηση της αριστεράς και από την άλλη επιλέγει την άκοπη
στρατηγική του ώριμου φρούτου. Και
μπορεί αυτάρεσκα να ειρωνεύεται το ΚΚΕ για την μεταφυσική του πίστη στη ζωή του μέλλοντος αιώνος και την δευτέρα
παρουσία του κομμουνισμού αλλά και ο ίδιος, καλλιεργώντας τη βεβαιότητα ότι ο καιρός γαρ εγγύς, μετατρέπεται πλησίστιος σε χιλιαστική αίρεση. Δεν
τελειώνουν όμως εδώ οι μεταφυσικές του βεβαιότητες. Η πίστη, ότι μπορεί να συνάψει
πολίτικες συμμαχίες (τις όποιες οριοθετεί: από την αριστερή σοσιαλδημοκρατία μέχρι
την άκρα αριστερά) λες και δεν υπήρξαν οι εκλογές του Μαΐου-Ιουνίου για να συμπεράνει
το μη-ρεαλιστικο του στόχου, ανήκει προφανώς στην επικράτεια της μεταφυσικής. Το
ίδιο και η πιστή ότι αρκούν – όπως συμβαίνει στο χώρο της μαγείας- οι ρητορικές
εξαγγελίες κοινωνικών συμμαχιών για να υλοποιηθούν. Και
τέλος –για την οικονομία του κείμενου και όχι γιατί ο κατάλογος εξαντλείται
εδώ- η πιστή ότι η πολιτική μάχη θα δοθεί δια αντιπρόσωπων και επομένως αρκεί
να έχω έναν εύστοχο Δαυίδ και ας έχω έναν μπάχαλο στρατό στην ίδια κατηγορία
συγκαταλέγεται.
Το τελευταίο
είναι ένα μέρος της ερμηνείας γιατί ο ΣΥΡΙΖΑ άφησε χωρίς καμιά βοήθεια τους συνδικαλιστές
του να καθορίσουν τη στάση τους ελπίζοντας
ότι αυτός θα την βολέψει. Βεβαίως η συνεχεία της ιστορίας έδειξε το αβάσιμο
αυτής πεποίθησης. Τα λάθη των συνδικαλιστών των ΣΥΝΕΚ (ΣΥΡΙΖΑ), από τη στιγμή
που η σύγκρουση έχει πάρει κεντρικά πολιτικά χαρακτηριστικά, θα είχαν διπλό κόστος:
κόστος για το κίνημα των εκπαιδευτικών και κόστος για τον ΣΥΡΙΖΑ. Επομένως το
απελθέτω απ’ εμού το ποτήριον δεν θα προσέφερε τίποτα και γι αυτό η Γραμματεία
του ΣΥΡΙΖΑ θα έπρεπε να είναι δίπλα
στους συνδικαλιστές, πολύ περισσότερο επειδή (όπως φάνηκε από ένα κείμενο απολογισμού και αυτοκριτικής τους που διάβασα ενώ έγραφα αυτές τις
γραμμές, φαίνεται να μην έχουν ούτε τώρα επίγνωση του μεγέθους και του είδους
του διακυβεύματος). Αντίθετα ο ΣΥΡΙΖΑ σφύριζε αδιάφορα θεωρώντας ότι δεν
εμπίπτει στην αρμοδιότητά του να απαντήσει
το ερώτημα που τέθηκε στην συνέλευση των προέδρων των ΕΛΜΕ για το αν
υπάρχουν οι όροι και οι συνθήκες για να γίνει η απεργία. Αυτό ίσως είναι σωστό
όχι όμως για λογούς συνδικαλιστικής ανεξαρτησίας και πολιτικής αβρότητας στο όνομα της αυτονομίας των κινημάτων αλλά
γιατί πρωτίστως πρέπει να απαντήσει το ερώτημα αν ο ΣΥΡΙΖΑ είναι ώριμος να ανταποκριθεί στις συνθήκες.
… Υπάρχουνε προϋποθέσεις
για μια καινούργια άνοιξη.
Μιχάλης Κατσαρός ΒΗΣΙΓΟΤΘΟΙ
Αν στους όρους
και τις προϋποθέσεις συμπεριλάβουμε την πολιτική οξύνοια, τα πολιτικά αντανακλαστικά,
το ευρυγώνιο μέγεθος της πολιτικής οπτικής , τότε Μιχάλη Κατσαρέ δεν υπάρχουνε προϋποθέσεις για μια
καινούργια άνοιξη. Και με το στίχο αυτό θα τελειώσω αυτό το κείμενο γιατί,
από ώρα, έχω την αίσθηση ότι λέω τα προφανή και επομένως πρόκειται για λόγο
περιττό.
Ελπίζω ότι
πηγαίνοντας προς το συνέδριο δε θα χρειαστεί να θυμηθώ τον άλλο στίχο του
ποιητή:
Ελευθερία
ανάπηρη πάλι σου τάζουν…