Παρασκευή 30 Μαρτίου 2012

… il faut continuer, je ne peux pas continuer, je vais continuer


Στα έργα του Μπέκετ η κατακερματισμένη ¨αφήγηση¨, οι παύσεις που διακόπτουν την εξέλιξη (αν έχει κάποιο νόημα αυτή η λέξη, καθώς η ιστορία στριφογυρίζει διαρκώς κυνηγώντας την ουρά της) ή οι συνεχείς επαναλήψεις, δομούν ένα σύμπαν ακίνητου χρόνου.

Παγιδευμένοι μέσα σ’ αυτόν τον άχρονο-χρόνο, οι ήρωές του, ζουν την ανεπίγνωστη αθλιότητά τους, σε κατάσταση μετεωρισμού και διαρκούς αναμονής, χωρίς στην πραγματικότητα να αναμένουν, να επιχειρούν ή να διεκδικούν οτιδήποτε. 

Μέσα σε ένα σκηνικό κατασκευασμένο από θραύσματα φράσεων, ανολοκλήρωτες προσπάθειες και σόλοικες σκέψεις, κάθε έννοια αξιοπρέπειας, ελπίδας, προοπτικής η νοήματος φαίνεται να έχουν συντριβεί πριν την έναρξη του σκηνικού χρόνου.

Η δράση, κυκλοθυμική, παλινδρομεί διαρκώς, από την ακινησία και την σιωπή, στην πυρετώδη σπουδή και τον παραληρηματικό λόγο αλληλοεναντιούμενων σαρκίων.





Παρατηρώντας την εξέλιξη της συνείδησης της ελληνικής κοινωνίας σχετικά με την οικονομική κρίση, τις μεγαλειώδεις στιγμές αντίστασης και τις επίσης μεγαλειώδεις σιωπές της, τις ελπίδες και τις βεβαιότητές της όπως απεικονίζονται με παρανοϊκή αντιφατικότητα στις δημοσκοπήσεις, δεν μπορώ να μη σκεφτώ ότι ατενίζω τις αχανείς εκτάσεις ενός Μπεκετικού τοπίου, ότι συμμετέχω σε ένα έργο του που εκτυλίσσεται σε ιστορικό χρόνο. Γι αυτό θα επαναλάβω την χαρακτηριστική φράση από τον «Ακατανόμαστο»: 

Θα είμαι εγώ,
θα είναι η σιωπή,
εκεί που είμαι,
δεν ξέρω,
δεν θα μάθω ποτέ,
μέσα στη σιωπή δεν ξέρεις,
πρέπει να συνεχίζεις,
δεν μπορώ να συνεχίσω,
θα συνεχίσω



… και έπειτα εικόνες της απόγνωσης




Ενδιαίτημα όπου περιφέρονται σαρκία και το καθένα ψάχνει για τον ερημωτή του. Αρκετά μεγάλο ώστε το ψάξιμο να είναι μάταιο. Αρκετά περιορισμένο ώστε κάθε διαφυγή να είναι μάταιη. Εσωτερικό ενός κυλίνδρου καθισμένου, περιμέτρου πενήντα μέτρων και ύψους δεκάξι, χάριν αρμονίας. Φως. Αμυδρό. Κίτρινο. Πανταχού παρόν, λες και τα κάπου δώδεκα εκατομμύρια τετραγωνικά εκατοστά της όλης επιφάνειας βγάζουν το καθένα το φέγγος του. Το αναταράζει ένα λαχάνιασμα, που σταματάει σαν την ανάσα που πάει να σβήσει. Όλοι τότε μαρμαρώνουν. Η διαμονή τους εκεί ίσως πάρει τέλος. Μερικά δευτερόλεπτα, και όλα ξαναρχίζουν.

…………

Θερμοκρασία
Ένα ανάσασμα πιο αργό την κάνει να παλινδρομεί μεταξύ ζέστης και κρύου. Περνάει από το ένα ακραίο σημείο στο άλλο σε τέσσερα περίπου δευτερόλεπτα. Έχει κι’ αυτή στιγμές που ηρεμεί, πότε στο πιο πολύ ή λιγότερο ζεστό πότε στο πιο πολύ ή λιγότερο κρύο. Συμπίπτουν με τις στιγμές που ηρεμεί και το φως. Όλοι τότε μαρμαρώνουν. Ίσως όλα πάρουν τέλος. Μερικά δευτερόλεπτα, και όλα ξαναρχίζουν. Συνέπειες αυτού του κλίματος για το δέρμα. Μαραγκιάζει και ξεραίνεται.

…………

 Μαράζωμα που ευτυχώς δεν γίνεται αισθητό, αφ’ ενός γιατί διατρέχει πολύ αβληχρά και οι ξαφνικές αναλαμπές το αντισταθμίζουν κατά ένα μέρος, και αφ ετέρου εξαιτίας της ανεπιστασίας των ενδιαφερομένων, που τους σκοτίζει είτε το πάθος που ακόμα τους κατέχει είτε η κατάσταση ατονίας όπου έχουν περιπέσει ανεπίγνωστα. Και ενώ πολύ απέχουν από το να είναι σε θέση να φανταστούν την ύστατη κατάστασή τους, όπου όλα τα σαρκία θα είναι ακίνητα και όλα τα μάτια θάναι άδεια, θα φτάσουν εκεί χωρίς να τόχουν καταλάβει και θάχουν καταντήσει έτσι χωρίς να το ξέρουν.







…..

Ειν΄ οι προσπάθειες μας σαν των Τρώων.
Θαρρούμε πως με απόφασι και τόλμη
θ΄ αλλάξουμε της τύχης την καταφορά,
κι΄ εξω στεκόμεθα ν΄ αγωνισθούμε.

Αλλ΄ όταν η μεγάλη κρίσις έλθει,
η τόλμη κ΄ η απόφασίς μας χάνονται
Ταράττεται η ψυχή μας, παραλύει
κι ολόγυρα απ΄ τα τείχη τρέχουμε
ζητώντας να γλυτώσουμε με την φυγή.

Όμως η πτώσις μας είναι βέβαια. Επάνω,
στα τείχη, άρχισεν ο θρήνος.
Των ημερών μας αναμνήσεις κλαιν κ΄ αισθήματα.
Πικρά για μας ο Πρίαμος κ΄ η Εκάβη κλαίνε.






όμως ξανά:

... il faut continuer, je ne peux pas continuer, je vais continuer
... πρέπει να συνεχίζεις, δεν μπορώ να συνεχίσω, θα συνεχίσω




Σημείωση:
Τα πρώτα αποσπάσματα, από τον ΕΡΗΜΩΤΗ σε μετάφραση Νάσου Δετζώρη,
τα τελευταία, από το ποίημα του Καβάφη: «Τρώες»
συσχετισμένα τόσο αυθαίρετα όσο θα μπορούσε κανείς να συσχετίσει το «Περιμένοντας τον Γκοντό» με το « Περιμένοντας τους Βαρβάρους».









Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου